- καιροφυλακῶ
- καιροφυλακέωwatch for the right timepres subj act 1st sg (attic epic doric)καιροφυλακέωwatch for the right timepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καιροφυλακώ — καιροφυλακῶ, έω (Α) φροντίζω, περιποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + φυλακώ (< φύλαξ < φύλαξ), πρβλ. ημερο φυλακώ, σωματο φυλακώ] … Dictionary of Greek
καιροφυλακία — καιροφυλακία, ἡ (Α) [καιροφυλακώ] το να περιμένει κάποιος την κατάλληλη ευκαιρία για να κάνει κάτι … Dictionary of Greek
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek